- άδηλος
- -η, -ο (Α ἄδηλος -ον)1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)αρχ.1. απαρατήρητος, αόρατος, άγνωστος, άσημος2. φρ. «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο χέρι «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», είναι αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. προς τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»«ἐπ' ἀδήλοις», στην τύχη3. επίρρ. ἀδήλωςκρυφά, μυστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δῆλος.ΠΑΡ. αρχ. ἀδηλία, ἀδηλότης, ἀδηλῶ.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδηλόφλεβος μσν. ἀδηλοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.